μπούνια

μπούνια
τα
(λ. βενετ.)
1. ανοίγματα στο κατάστρωμα των πλοίων από όπου φεύγουν τα νερά.
2. φρ., «ως τα μπούνια», ως το ανώτατο όριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπουνιά — η 1. η σύσφιγξη τών δακτύλων τού χεριού σε πυγμή, γροθιά 2. συνεκδ. χτύπημα με γροθιά, γρονθοκόπημα («έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bugna «πυγμή»] …   Dictionary of Greek

  • μπούνια — (I) η ναυτ. η κάτω γωνία ιστίου. (II) τα 1. οπές στα εξωτερικά τοιχώματα τού πλοίου για την αποχέτευση τών νερών τού καταστρώματος 2. φρ. «ώς τα μπούνια» μέχρι το τελευταίο δυνατό όριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bugna] …   Dictionary of Greek

  • μπουνιά — η (λ. βενετ.) 1. γροθιά, πυγμή. 2. χτύπημα με γροθιά: Τον έριξε αναίσθητο με μπουνιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Doukades — Δουκάδες Location …   Wikipedia

  • γροθοκοπανιά — η χτύπημα με γροθιά, μπουνιά …   Dictionary of Greek

  • ευδίαιος — ο (Α εὐδίαιος και εὐδιαῑος) νεοελλ. πληθ. οι ευδίαιοι α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την εκροή τών υδάτων από το κατάστρωμα πλοίου στη θάλασσα, τα μπούνια β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές αρχ. 1. διαμπερής οπή… …   Dictionary of Greek

  • μπουνίδι — το γρονθοκόπημα, πολλές συνεχείς και αλλεπάλληλες γροθιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουνιά + επίθημα ίδι, δηλωτικό πλήθους (πρβλ. βρισ ίδι, κανον ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • γροθιά — η 1. το σχήμα της κλεισμένης παλάμης του χεριού με σφιχτά λυγισμένα τα δάχτυλα, η μπουνιά. 2. το χτύπημα με τη γροθιά: Τον ξάπλωσε στο έδαφος με μια γροθιά. 3. μτφ., το πλήγμα: Τα λόγια του ήταν γροθιά στο κατεστημένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”